- κέντρ'
- κέντρα , κέντρονany sharp pointneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνίτις — καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, κεντρ ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω τού χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός… … Dictionary of Greek
κληματίτις — κληματῖτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.) 2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεγχρ ίτις, κεντρ… … Dictionary of Greek
σενόνιος — και εσφ. γρφ. σενώνιος, α, ο, Ν φρ. «σενόνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σενόνιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού ανώτερου κρητιδικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. senonien… … Dictionary of Greek
enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) — enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek ) English meaning: to reach; to obtain Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen” Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… … Proto-Indo-European etymological dictionary
barycentric — adjective see barycenter * * * barycentric, a. (bærɪˈsɛntrɪk) [f. Gr. βαρύ ς heavy + κέντρ ον centre + ic.] Of or pertaining to the centre of gravity … Useful english dictionary